- ἀλφῆς
- ἀλφήproducefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμαλφής — ές, ΝΜΑ αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ αλφής] … Dictionary of Greek
πολυαλφής — ές, Α αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ αλφής)] … Dictionary of Greek